Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ελλειμματικός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ελλειμματικ|ός <-ή, -ό> [ɛlimatiˈkɔs] ΕΠΊΘ

1. ελλειμματικός ΟΙΚΟΝ:

ελλειμματικός

2. ελλειμματικός (γενικότερα):

ελλειμματικός
Mangel-, mangelhaft

Παραδειγματικές φράσεις με ελλειμματικός

ελλειμματικός προϋπολογισμός

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский