Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ελευθερώνω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . ελευθερώ|νω <-σα, -θηκα, -μένος> [ɛlɛfθɛˈrɔnɔ] VERB μεταβ

1. ελευθερώνω (από την αιχμαλωσία):

ελευθερώνω

2. ελευθερώνω (αφήνω ελεύθερο):

ελευθερώνω

3. ελευθερώνω (από υποχρέωση):

ελευθερώνω από
ελευθερώνω από

II . ελευθερώνομαι VERB αυτοπ ρήμα

1. ελευθερώνομαι (από αιχμαλωσία κτλ):

sich befreien aus +δοτ

2. ελευθερώνομαι (απαλάσσομαι: από κακό κτλ):

sich befreien von +δοτ

3. ελευθερώνομαι (γεννώ):

Παραδειγματικές φράσεις με ελευθερώνω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский