Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „εκφοβιστικός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

εκφοβιστικ|ός <-ή, -ό> [ɛkfɔvistiˈkɔs] ΕΠΊΘ

εκφοβιστικός
einschüchternd, Einschüchterungs-

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский