Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „εκτοξεύω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

εκτοξεύ|ω <-σα, -τηκα, -μένος> [ɛktɔˈksɛvɔ] VERB μεταβ

1. εκτοξεύω (με όπλο, πύραυλο):

εκτοξεύω

2. εκτοξεύω (βρισιές, απειλές):

εκτοξεύω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский