Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „εκτίθεμαι“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

εκ|τίθεμαι <-τέθηκα, -τεθειμένος> [ɛkˈtiθɛmɛ] VERB αυτοπ ρήμα (μένω ακάλυπτος, γίνομαι στόχος επικρίσεων)

εκτίθεμαι

Παραδειγματικές φράσεις με εκτίθεμαι

εκτίθεμαι σε γελοιοποίηση

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский