Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „εκσυγχρονιστής“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

εκσυγχρονιστής (εκσυγχονίστρια) [ɛksiŋxrɔnisˈtis, ɛksiŋxrɔˈnistria] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

εκσυγχρονιστής (εκσυγχονίστρια)
Modernisierer(in) αρσ (θηλ)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский