Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „εκπαιδεύω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

εκπαιδεύ|ω <-σα, -τηκα, -μένος> [ɛkpɛˈðɛvɔ] VERB μεταβ

1. εκπαιδεύω (μορφώνω με διδασκαλία, γυμνάζω):

εκπαιδεύω

2. εκπαιδεύω (ανατρέφω):

εκπαιδεύω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский