Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „εκούσιος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

εκούσι|ος <-α, -ο> [ɛˈkusiɔs] ΕΠΊΘ

1. εκούσιος (εθελοντικός):

εκούσιος

2. εκούσιος (κινήσεις):

εκούσιος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский