Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „εκνευρισμός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

εκνευρισμός [ɛknɛvrizˈmɔs] SUBST αρσ

εκνευρισμός
Nervosität θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский