Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „εκκλησιασμός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

εκκλησιασμός [ɛklisiazˈmɔs] SUBST αρσ

εκκλησιασμός
Kirchenbesuch αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский