Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „εκδίδω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

εκδίδω <εξέδωσα, εκδόθηκα, εκδομένος> [ɛkˈðiðɔ] VERB μεταβ

1. εκδίδω (βιβλίο, εφημερίδα):

εκδίδω

2. εκδίδω (διαβατήριο, επιταγή, απόδειξη, πιστοποιητικό):

εκδίδω

3. εκδίδω (διαταγή):

εκδίδω

4. εκδίδω (δικαστική απόφαση):

εκδίδω

5. εκδίδω (αποτελέσματα εξετάσεων):

εκδίδω

6. εκδίδω (εγκληματία, κρατούμενο):

εκδίδω σε
ausliefern an +αιτ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский