Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „εισχωρώ“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

εισχωρ|ώ <-είς, -ησα> [isxɔˈrɔ] VERB αμετάβ και μτφ

εισχωρώ σε
eindringen in +αιτ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский