Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „εισπράκτορας“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

εισπράκτορας [isˈpraktɔras], εισπράχτορας [isˈpraxtɔras] SUBST αρσ, εισπρακτόρισσα [isprakˈtɔrisa], εισπραχτόρισσα [ispraxˈtɔrisa] SUBST θηλ

1. εισπράκτορας (γενικά):

εισπράκτορας
Kassierer(in) αρσ (θηλ)

2. εισπράκτορας (σε τρένο):

εισπράκτορας
Schaffner(in) αρσ (θηλ)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский