Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ειρηνεύω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . ειρην|εύω <-εψα, -εμένος> [iriˈnɛvɔ] VERB μεταβ (αντίπαλους)

ειρηνεύω

II . ειρην|εύω <-εψα, -εμένος> [iriˈnɛvɔ] VERB αμετάβ (ηρεμώ)

ειρηνεύω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский