Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ειδικότητα“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ειδικότητα [iðiˈkɔtita] SUBST θηλ

1. ειδικότητα (ενός επιστήμονα):

ειδικότητα
Fachgebiet ουδ

2. ειδικότητα (μεράκι, ειδική ικανότητα):

ειδικότητα
Spezialität θηλ

Παραδειγματικές φράσεις με ειδικότητα

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский