Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ειδικός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . ειδικ|ός <-ή, -ό> [iðiˈkɔs] ΕΠΊΘ

II . ειδικ|ός <-ή, -ό> [iðiˈkɔs] SUBST αρσ/θηλ

ειδικός
Experte αρσ (Expertin) θηλ
ειδικός
Spezialist(in) αρσ (θηλ)

Παραδειγματικές φράσεις με ειδικός

ειδικός πρεσβευτής
ειδικός ελεγκτής
ειδικός όγκος ΦΥΣ
ειδικός όρος
ειδικός αρσ σε θέματα μάρκετινγκ
ειδικός αρσ σε τραπεζικά θέματα
περνάει για ειδικός
φέρεται ως ειδικός
Facharzt αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский