Ελληνικά » Γερμανικά

I . εθί|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [ɛˈθizɔ] VERB μεταβ

II . εθί|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [ɛˈθizɔ] VERB αμετάβ

εθίζω σε κάτι
sich an etw αιτ gewöhnen

Παραδειγματικές φράσεις με εθίζω

εθίζω σε κάτι

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский