Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „εγχειρίζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

εγχειρί|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [ɛɲçiˈrizɔ] VERB μεταβ

1. εγχειρίζω (δίνω στα χέρια κάποιου):

εγχειρίζω κάτι σε κάποιον

2. εγχειρίζω (χειρουργώ):

εγχειρίζω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский