Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „εγρήγορση“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

εγρήγορσ|η <-εις> [ɛˈɣriɣɔrsi] SUBST θηλ

εγρήγορση
Wachheit θηλ
πνευματική εγρήγορση
Wachheit θηλ
πνευματική εγρήγορση

Παραδειγματικές φράσεις με εγρήγορση

πνευματική εγρήγορση
Wachheit θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский