Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „εγκόλπιο“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

εγκόλπιο [ɛŋˈgɔlpiɔ] SUBST ουδ

1. εγκόλπιο (ειδικό βιβλίο):

εγκόλπιο
Handbuch ουδ

2. εγκόλπιο (φυλαχτό):

εγκόλπιο
Talisman αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский