Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „εγκλωβίζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

εγκλωβί|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [ɛŋglɔˈvizɔ] VERB μεταβ

εγκλωβίζω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский