Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „εγκαταλείπω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

εγκατ|αλείπω <-έλειψα [ή -άλειψα], -αλείφτηκα, -αλειμμένος> [ɛŋgataˈlipɔ] VERB μεταβ

2. εγκαταλείπω (παρατώ: προσπάθεια, έρευνα, τις σπουδές κτλ):

εγκαταλείπω

Παραδειγματικές φράσεις με εγκαταλείπω

χάνω/εγκαταλείπω κάθε ελπίδα

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский