Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „εγκάρσιος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

εγκάρσι|ος <-α, -ο> [ɛŋˈgarsiɔs] ΕΠΊΘ (πλάγιος)

Παραδειγματικές φράσεις με εγκάρσιος

εγκάρσιος/κάθετη τομή

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский