Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „εγγυοδοτικός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

εγγυοδοτικ|ός <-ή, -ό> [ɛɲɟiɔðɔtiˈkɔs] ΕΠΊΘ

εγγυοδοτικός
Bürgschafts-, Garantie-
εγγυοδοτικός οργανισμός ΟΙΚΟΝ, ΧΡΗΜΑΤΟΠ
Akzeptbank θηλ
εγγυοδοτικός οργανισμός ΟΙΚΟΝ, ΧΡΗΜΑΤΟΠ
εγγυοδοτική εγγυοδοτικός ΝΟΜ

Παραδειγματικές φράσεις με εγγυοδοτικός

εγγυοδοτική εγγυοδοτικός ΝΟΜ
εγγυοδοτικός οργανισμός ΟΙΚΟΝ, ΧΡΗΜΑΤΟΠ
Akzeptbank θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский