Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „είδωλο“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

είδωλο [ˈiðɔlɔ] SUBST ουδ

1. είδωλο (ομοίωμα θεότητας):

είδωλο
Götzenbild ουδ
είδωλο
Gottesbild ουδ

2. είδωλο μτφ:

είδωλο
Idol ουδ

3. είδωλο ΦΥΣ (εικόνα):

είδωλο
Bild ουδ
das Spiegelbild ουδ
κατοπτρικό είδωλο
Spiegelbild ουδ
πραγματικό είδωλο
reelles Bild ουδ
Bildebene θηλ
Bildfeld ουδ
Bildraum αρσ

Παραδειγματικές φράσεις με είδωλο

reelles Bild ουδ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский