Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „διάθεση“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

διάθεσ|η <-εις> [ðiˈaθɛsi] SUBST θηλ

1. διάθεση (δυνατότητα χρησιμοποίησης):

διάθεση
Verfügung θηλ

3. διάθεση (όρεξη):

διάθεση
Lust θηλ
έχεις διάθεση να …;
hast du Lust, zu …?

4. διάθεση (προθυμία):

διάθεση
Bereitschaft θηλ

5. διάθεση (αποβλήτων):

διάθεση
Entsorgung θηλ
διάθεση απορριμμάτων

6. διάθεση (εμπορευμάτων):

διάθεση
Verkauf αρσ
διάθεση
Absatz αρσ
αποκλειστική διάθεση
Alleinverkauf αρσ

7. διάθεση (πρόθεση, σκοπός):

Absichten θηλ πλ

8. διάθεση ΓΛΩΣΣ:

ενεργητική διάθεση
Aktiv ουδ
παθητική διάθεση
Passiv ουδ
μέση διάθεση
Medium ουδ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский