Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „δελεάζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

δελεά|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [ðɛlɛˈazɔ] VERB μεταβ

δελεάζω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский