Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „δαμάζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

δαμά|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [ðaˈmazɔ] VERB μεταβ

1. δαμάζω (ζώο):

δαμάζω

2. δαμάζω μτφ (επιβάλλω πειθαρχία):

δαμάζω

3. δαμάζω μτφ (κατανικώ):

δαμάζω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский