Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „δαιμόνιο“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

δαιμόνιο [ðɛˈmɔniɔ] SUBST ουδ

1. δαιμόνιο (εξαιρετική ιδιοφυΐα):

δαιμόνιο
Genius αρσ

2. δαιμόνιο ΘΡΗΣΚ (πνεύμα πονηρό):

δαιμόνιο
böser Geist αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский