Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „δαιμονιώδης“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

δαιμονιώδ|ης <-ης, -ες> [ðɛmɔniˈɔðis] ΕΠΊΘ

1. δαιμονιώδης (συμπεριφορά):

δαιμονιώδης

2. δαιμονιώδης (θόρυβος):

δαιμονιώδης

3. δαιμονιώδης (χειροκροτήματα, ρυθμός):

δαιμονιώδης

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский