Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „δέντρο“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

δέντρο [ˈðɛndrɔ], δένδρο [ˈðɛnðrɔ] SUBST ουδ

1. δέντρο:

δέντρο
Baum αρσ
δασικό δέντρο
Waldbaum αρσ
οπωροφόρο δέντρο
Obstbaum αρσ
κωνοφόρο δέντρο
Nadelbaum αρσ
Zierbaum αρσ
γενεαλογικό δέντρο
Stammbaum αρσ
δέντρο της γνώσεως
δέντρο του Ιούδα
Judasbaum αρσ
δέντρο λήψεως αποφάσεων ΟΙΚΟΝ

2. δέντρο ΓΛΩΣΣ (παράσταση δομής πρότασης):

δέντρο
Strukturbaum αρσ

Παραδειγματικές φράσεις με δέντρο

δέντρο ουδ φτέρης
Baumfarn αρσ
δέντρο ουδ δάφνης
φυλλοβόλο δέντρο
Laubbaum αρσ
οπωροφόρο δέντρο
Obstbaum αρσ
κωνοφόρο δέντρο
Nadelbaum αρσ
Stammbaum αρσ
δασικό δέντρο
Waldbaum αρσ
Zierbaum αρσ
βρογχικό δέντρο
δέντρο ουδ της γνώσεως
δέντρο της γνώσεως
δέντρο του Ιούδα
Judasbaum αρσ
δέντρο λήψεως αποφάσεων ΟΙΚΟΝ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский