Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „δένδρινος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

δένδριν|ος <-η, -ο> [ˈðɛnðrinɔs] ΕΠΊΘ

δένδρινος
Baum-

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский