Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „δάρσιμο“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

δάρσιμο [ˈðarsimɔ] SUBST ουδ

1. δάρσιμο (ξυλοκόπημα):

δάρσιμο
Prügeln ουδ

2. δάρσιμο (νερού σε επιφάνεια κτλ):

δάρσιμο
Schlagen ουδ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский