Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „δάκτυλος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

δάκτυλος [ˈðaktilɔs] SUBST αρσ

1. δάκτυλος (δάχτυλο):

δάκτυλος
Finger αρσ

2. δάκτυλος μτφ:

3. δάκτυλος (στην ποίηση):

δάκτυλος
Daktylus αρσ

Παραδειγματικές φράσεις με δάκτυλος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский