Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „δάγκαμα“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

δάγκαμα

δάγκαμα s. δάγκωμα

Βλέπε και: δάγκωμα

δάγκωμα [ˈðaŋgɔma], δάγκαμα [ˈðaŋgama] SUBST ουδ

δάγκωμα [ˈðaŋgɔma], δάγκαμα [ˈðaŋgama] SUBST ουδ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский