Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „γλιστρώ“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

γλιστρ|ώ <-άς, -ησα> [ɣlisˈtrɔ] VERB αμετάβ

1. γλιστρώ (παραπατώ και πέφτω):

γλιστρώ

2. γλιστρώ (είμαι γλιστερός):

γλιστρώ

4. γλιστρώ (βάρκα στο νερό):

γλιστρώ

Παραδειγματικές φράσεις με γλιστρώ

γλιστρώ σαν χέλι

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский