Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „γλείψιμο“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

γλείψιμο [ˈɣlipsimɔ] SUBST ουδ

1. γλείψιμο:

γλείψιμο
Lecken ουδ

2. γλείψιμο (κολακεία):

γλείψιμο
Schmeichelei θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский