Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „γκαρνταρόμπα“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

γκαρνταρόμπα [gardaˈrɔba] SUBST θηλ (χώρος, σύνολο ρούχων)

γκαρνταρόμπα
Garderobe θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский