Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „γκαζώνω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . γκαζώ|νω <-σα, -μένος> [gaˈzɔnɔ] VERB αμετάβ (πατάω γκαζι)

γκαζώνω

II . γκαζώ|νω <-σα, -μένος> [gaˈzɔnɔ] VERB μεταβ

1. γκαζώνω (όχημα):

γκαζώνω

2. γκαζώνω (κάποιον):

γκαζώνω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский