Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „γκέι“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . γκέι [ˈɟɛi] SUBST αρσ αμετάβλ

γκέι
Gay αρσ
γκέι
Schwule(r) αρσ

II . γκέι [ˈɟɛi] ΕΠΊΘ αμετάβλ

γκέι
schwul, Schwulen-

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский