Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „γεύομαι“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

γεύ|ομαι <-τηκα> [ˈjɛvɔmɛ] VERB αποθ ρήμα μεταβ

1. γεύομαι (δοκιμάζω):

γεύομαι και μτφ

2. γεύομαι (απολαμβάνω):

γεύομαι

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский