Ελληνικά » Γερμανικά

γερτός

γερτός s. γυρτός

Βλέπε και: γυρτός

γυρτ|ός [jirˈtɔs], γερτ|ός [jɛrˈtɔs] <-ή, -ό> ΕΠΊΘ

1. γυρτός (που γέρνει):

2. γυρτός (πόρτα):

γυρτ|ός [jirˈtɔs], γερτ|ός [jɛrˈtɔs] <-ή, -ό> ΕΠΊΘ

1. γυρτός (που γέρνει):

2. γυρτός (πόρτα):

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский