Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „γείσο“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

γείσο [ˈjisɔ] SUBST ουδ

1. γείσο ΑΡΧΙΤ:

γείσο
Gesims ουδ

2. γείσο (αρχαίου ναού):

γείσο
Gesims ουδ
επικλινές γείσο
Schräggeison αρσ

3. γείσο (πηλικίου):

γείσο
Schirm αρσ

4. γείσο (κράνους μοτοσυκλέτας):

γείσο
Visier ουδ

Παραδειγματικές φράσεις με γείσο

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский