Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „γανιάζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

γανιά|ζω <-σα, -σμένος> [ɣaˈɲazɔ] VERB αμετάβ

1. γανιάζω (γλώσσα):

γανιάζω

2. γανιάζω (χαλκώματα):

γανιάζω

3. γανιάζω μτφ (κουράζομαι):

γανιάζω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский