Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „γέροντας“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

γέροντας (γερόντισσα) [ˈjɛrɔndas, jɛˈrɔndisa] SUBST αρσ (θηλ)

γέροντας
alter Mann αρσ
alte Frau θηλ
γέροντας (γερόντισσα)
Greis(in) αρσ (θηλ)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский