Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „βαφτιστικό“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

βαφτιστικό [vaftistiˈkɔ] SUBST ουδ

1. βαφτιστικό (όνομα):

βαφτιστικό
Taufname αρσ

2. βαφτιστικό (έγγραφο):

βαφτιστικό
Taufschein αρσ

Παραδειγματικές φράσεις με βαφτιστικό

βαφτιστικό όνομα
Taufname αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский