Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „βαρυστομαχιάζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

βαρυστομαχιά|ζω <-σα, -σμένος> [varistɔmaˈçazɔ] VERB αμετάβ

βαρυστομαχιάζω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский