Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „βαρκάρης“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

βαρκάρης (βαρκάρισσα) [varˈkaris, varˈkarisa] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

1. βαρκάρης (πορθμέας):

βαρκάρης (βαρκάρισσα)
Fährmann αρσ

2. βαρκάρης (ιδιοκτήτης βάρκας):

βαρκάρης (βαρκάρισσα)
Bootseigner(in) αρσ (θηλ)

Παραδειγματικές φράσεις με βαρκάρης

βλαστημώ σαν βαρκάρης

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский