Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „βαρετός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

βαρετ|ός <-ή, -ό> [varɛˈtɔs] ΕΠΊΘ

1. βαρετός (ενοχλητικός):

βαρετός

2. βαρετός (ανιαρός):

βαρετός

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский