Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „βαλτώνω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . βαλτώ|νω <-σα, -θηκα> [valˈtɔnɔ] VERB μεταβ (κάνω βαλτώδης)

βαλτώνω

II . βαλτώ|νω <-σα, -θηκα> [valˈtɔnɔ] VERB αμετάβ

1. βαλτώνω (γίνομαι βαλτώδης):

βαλτώνω

2. βαλτώνω (αυτοκίνητο: μένω σε λάσπη):

βαλτώνω

3. βαλτώνω μτφ (συνομιλίες, διαπραγματεύσεις):

βαλτώνω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский